- περπατούρα
- ηειδική κατασκευή που βοηθάει παιδιά, αναπήρους κτλ. να περπατούν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στράτα — η, ΝΜΑ στρωμένη οδός, δρόμος νεοελλ. 1. πορεία, διαδρομή, («καλή στράτα» ευχή σε εκείνους που ξεκινούν για ταξίδι) 2. μτφ. τρόπος («με πόσες στράτες μάς γελά [ενν. ο έρωτας]», Ερωτόκρ.) 3. στρατούλα, περπατούρα 4. φρ. α) «κάνω στράτα ή στράτες»… … Dictionary of Greek
στρατούλα — η, Ν [στράτα] 1. υποκορ. μικρός δρόμος, δρομάκι 2. (ιδίως για τα νήπια) τα πρώτα βήματα 3. τετράπλευρο τροχοφόρο κιγκλίδωμα χρήσιμο για την υποβοήθηση τών νηπίων στα πρώτα τους βήματα, αλλ. περπατούρα … Dictionary of Greek